σοκάρισμα — το έκπληξη από κάτι απρεπές: Δενμπορούσε να συνέλθει από το σοκάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο … Dictionary of Greek