σοκάρισμα

σοκάρισμα
donakalma, şok geçirme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοκάρισμα — το έκπληξη από κάτι απρεπές: Δενμπορούσε να συνέλθει από το σοκάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”